- ἐγγόνης
- ἐγγόνηgrandsonfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δισέγγονος — ο (θηλ. δισεγγόνη και γγόνα, η ουδ. δισέγγονο και δισεγγόνι, τον πληθ. δισέγγονα και δισεγγόνια, αδιακρίτως φύλου) τα παιδιά τού εγγονού ή τής εγγονής σε σχέση προς τη γιαγιά ή τον παππού τους, η τρίτη γενεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) +… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
Ανδρεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ανία, επώνυμος ήρωας και βασιλιάς της Άνδρου, που του τη χάρισε ο Ραδάμανθυς όταν κυρίευσε όλα τα νησιά του Αιγαίου και υπέταξε τους πειρατές με τη βοήθεια του Α. και άλλων. 2. Γιος του Πηνειού, σύζυγος της … Dictionary of Greek
Βουργουνδία — (Bourgogne). Διοικητική περιφέρεια (31.582 τ. χλμ., 1.610.067 κάτ. το 1999) της κεντροανατολικής Γαλλίας, η οποία διαιρείται στα διαμερίσματα Ιόν (Yonne), Χρυσή Ακτή (Côte d’Or), Σον ε Λουάρ (Saône et Loire) και Νιέβρ (Nièvre). Η Β. είναι κατά το … Dictionary of Greek
Βούσιρις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αιγύπτου, γιος του Ποσειδώνα και της Λιβύης, κόρης ή εγγονής του Νείλου. Ένας Κύπριος μάντης τον συμβούλεψε να θυσιάζει κάθε χρόνο στους θεούς έναν ξένο, για να σταματήσει ο εννιάχρονος λιμός. Σκότωσε λοιπόν… … Dictionary of Greek
Ιακωβίδης, Γεώργιος — (Λέσβος 1853 – 1932). Ζωγράφος. Η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα αναδείχθηκε από την παιδική του ηλικία. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1870 77), όπου διδάχθηκε ζωγραφική από τον Βικέντιο Λάντσα και τον Νικηφόρο… … Dictionary of Greek
δισέγγονος — ο ο γιος του εγγονού ή της εγγονής σε σχέση προς τον παππού ή τη γιαγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)